σικελικός

σικελικός
-ή, -ό / σικελικός, -ή, -όν, ΝΑ [Σικελία / Σικελός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σικελία ή στους Σικελούς (α. «σικελική μαφία» β. «τροφαλίδα τυροῡ Σικελικήν», Αριστοφ.)
2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Σικελία
νεοελλ.
φρ. «σικελικός εσπερινός»
α) (ιστ.) σφαγή τών Γάλλων στο Παλέρμο το 1282 με την οποία άρχισε η εξέγερση τών Σικελών εναντίον τών Ανδεγαυών και η οποία ονομάστηκε έτσι, επειδή ξέσπασε την ώρα τού εσπερινού
β) (κατ' επέκτ.) κάθε μεγάλη σφαγή
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ σικελικόν
είδος μέτρου υγρών
2. φρ. «Σικελικὴν ποικιλίαν ὄψου» — λεγόταν για τις ευωχίες που θύμιζαν τις σικελικές, οι οποίες ήταν παροιμιώδεις (Πλάτ.).
επίρρ...
σικελικῶς Α
με σικελικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σικελικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικελικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη Σικελία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σικελικός Εσπερινός — Με το όνομα αυτό έμειναν γνωστοί στην ιστορία η επανάσταση και ο πόλεμος που απέσπασαν τη Σικελία από την ανδηγαυική (γαλλική) κυριαρχία και την παρέδωσαν στην αραγωνική (ισπανική). Ενώ ο Κάρολος A’ ο Ανδηγαυικός ετοίμαζε μια εκστρατεία στην… …   Dictionary of Greek

  • Σικελικά — Σικελικός neut nom/voc/acc pl Σικελικά̱ , Σικελικός fem nom/voc/acc dual Σικελικά̱ , Σικελικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικελικῶν — Σικελικός fem gen pl Σικελικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικελικόν — Σικελικός masc acc sg Σικελικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικελικαῖς — Σικελικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικελικαί — Σικελικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικελικοῖς — Σικελικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικελικοί — Σικελικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”